«Αν ξεχάσεις την καταγωγή σου θα σε σφάξω»

>> Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Αποσπάσματα από το άρθρο του Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗ στην Ελευθεροτυπία.
Η είσοδος του Ελληνοαυστραλού Χρήστου Τσιόλκα στη μεγάλη λίστα του εγκυρότερου βρετανικού λογοτεχνικού βραβείου «Μπούκερ» με το μυθιστόρημά του «The slap» («Το χαστούκι») δεν είναι αναπάντεχη.

Ο σαρανταπεντάχρονος συγγραφέας, αριστερός, γιος Ελλήνων μεταναστών δεύτερης γενιάς, δεν περίμενε να βρεθεί υποψήφιος για «Μπούκερ» για να αναγνωριστεί η αξία του νέου βιβλίου του. Η αγγλοσαξονική κριτική και εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο έχουν ήδη αποθεώσει το μυθιστόρημά του, που θέμα έχει τις οικογενειακές σχέσεις και τη σύγχρονη ζωή στην πολυπολιτισμική Αυστραλία. Εκτός από τις πωλήσεις-ρεκόρ που έχει κάνει στην αγγλόφωνη αγορά, το βιβλίο του έχει διακριθεί και με σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία όπως το περσινό, πρώτο βραβείο του Καλύτερου Βιβλίου Συγγραφέων της Κοινοπολιτείας.
...
Στις 10 Ιουλίου η βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν» φιλοξένησε μια αυτοβιογραφική αφηγήση του Χρήστου Τσιόλκα για τη «μητέρα» Ελλάδα. Με τίτλο «Χρήστος Τσιόλκας: Η Ελληνίδα γιαγιά» ο συγγραφέας επιχειρεί μια σπαρακτική επιστροφή στα παιδικά του χρόνια, στη ζωή των μεταναστών γονιών του με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη και το Αγρίνιο. Θυμάται την ημέρα που πέθανε ο παππούς του στην Ελλάδα. Και ζωηρεύει την ανάμνηση της ηλικιωμένης Σκωτσέζας γειτόνισσάς τους που χτύπησε ένα απόγευμα την πόρτα για να πει στον πατέρα του: «"Βιάσου, Τζορτζ, έχεις τηλέφωνο από την Ελλάδα". Οταν ο μπαμπάς επέστρεψε από το σπίτι της, ήξερα από την ανησυχία και τη θλίψη στο πρόσωπό του, ότι κάτι πολύ σοβαρό είχε συμβεί. Χώθηκα κάτω από τις κουβέρτες του κρεβατιού με τον τρόμο αυτού που ερχόταν. Ο μπαμπάς κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι και είπε: "Χρήστο, ο παππούς σου, ο πατέρας μου, μόλις πέθανε". Ηταν τα δάκρυά του που με τρόμαξαν - δεν είχα ξαναδεί τον πατέρα μου να κλαίει. Αρχισα να κραυγάζω, και αυτός με κράτησε στα χέρια του μέχρι να ηρεμήσω και να μείνω εντελώς ακίνητος».

Ο Χρήστος Τσιόλκας δεν γνώρισε ποτέ τους Ελληνες παππούδες του, ενώ κατάφερε να συναντήσει σε κάποιες σύντομες επισκέψεις του στην Ελλάδα τις γιαγιάδες του. «Γεννήθηκαν στην αυγή του 20ού αιώνα στο αγροτικό περιβάλλον της ανατολικής Μεσογείου, το οποίο έμελλε να πληγεί από δύο Βαλκανικούς και δύο Παγκόσμιους Πολέμους, την Κατοχή, δυο δικτατορίες κι έναν εμφύλιο πόλεμο. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, από την πλευρά της μητέρας μου, στην κουζίνα της στην Αθήνα να κλαίει, θέλοντας να μάθει γιατί η κόρη της την είχε επισκεφθεί μόνο μία φορά όλα αυτά τα χρόνια της ξενιτιάς. Προσπαθούσα να εξηγήσω το πρόβλημα της μεγάλης απόστασης και τα έξοδα του ταξιδιού. Ο θείος Μήτσος με πήρε παράμερα για να μου πει ότι κάποτε στη δεκαετία του '70, ενώ ταξίδευε με τη γιαγιά από το χωριό στην Αθήνα, του είπε μπροστά σ' ένα σταυροδρόμι: "Μήτσο, αν πάμε αριστερά και όχι δεξιά θα φτάσουμε στην Αυστραλία για να δούμε τη Γιωργία;"».

Ο συγγραφέας κριτικάρει, εκτός των άλλων, και τους Νεοέλληνες που αφέθηκαν στις αξίες του καταναλωτισμού και θυμάται τα λόγια που του είπε κάποτε ο θείος του ο Χρήστος: «Η γιαγιά σου δεν ξέρει να διαβάζει ούτε τον χάρτη. Εσύ είσαι φοιτητής πανεπιστημίου και θέλεις να γίνεις συγγραφέας. Δεν ξέρεις πόσο περήφανοι είμαστε για σένα! Αλλά αν ξεχάσεις την καταγωγή σου θα σε σφάξω».

(http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=187976)

Δημοσίευση σχολίου